Ως Καρδιακή Ανεπάρκεια ορίζεται ο περιορισμός της δυνατότητας της καρδιάς να εκτελεί το κύριο έργο της που είναι η παροχή της ποσότητος του αίματος που απαιτείται ανάλογα με της εκάστοτε ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού.
Συμβατικά μετράται με την εκτίμηση του Κλάσματος Εξώθησης (ΚΕ), δηλαδή με το ποσοστό του όγκου του αίματος που η αριστερή κοιλία εξωθεί προς την αορτή στη φάση της συστολής (σύσπασης) της. Φυσιολογικά, η αριστερή κοιλία της καρδιάς πρέπει να εξωθεί το 60-65% του όγκου του αίματος που περιέχει όταν γεμίζει με αίμα στη φάση της διαστολής. Στην Καρδιακή Ανεπάρκεια το ΚΕ είναι μικρότερο από 40-50%.
Η Καρδιακή Ανεπάρκεια αποτελεί την τελική κατάληξη όλων των παθήσεων του καρδιαγγειακού συστήματος τα οποία οφειλόμενα είτε σε δομική είτε σε λειτουργική παθογένεια, προκαλούν μείωση της καρδιακής παροχής είτε στην ηρεμία είτε στην άσκηση . Να σημειωθεί ότι υπάρχει και τύπος Καρδιακής Ανεπάρκειας στην οποία το κλάσμα εξώθησης είναι >50% (Καρδιακή Ανεπάρκεια με διατηρημένο ΚΕ).
Συμπτώματα της Καρδιακής Ανεπάρκειας
- Δύσπνοια
- Νυκτερινή δύσπνοια
- Μειωμένη ικανότητα άσκησης
- Εύκολη κόπωση
- Οίδημα αστραγάλων
- Νυκτερινός βήχας
- Αύξηση βάρους >2Kg/εβδομάδα
- Αίσθημα φουσκώματος στην κοιλιά
- Μείωση όρεξης
- Κατάθλιψη
- Αίσθημα παλμών
- Ζάλη
- Συγκοπή
Σύμφωνα με την Καρδιολογική Εταιρεία της Ν. Υόρκης – NYHA ο ασθενής με Καρδιακή Ανεπάρκεια κατατάσσεται σε 4 κατηγορίες ανάλογα με τα συμπτώματα που εμφανίζει.
Κατηγορία I: Η συνηθισμένη σωματική δραστηριότητα δεν προκαλεί συμπτώματα.
Κατηγορία II: Η συνηθισμένη σωματική δραστηριότητα προκαλεί δύσπνοια ή κόπωση.
Κατηγορία III: Η μικρότερη της κανονικής σωματικής δραστηριότητας προκαλεί δύσπνοια ή κόπωση. Ο ασθενής περιορίζει σημαντικά τις συνηθισμένες πριν δραστηριότητές του. Κατηγορία IV: Αδυναμία εκτέλεσης οποιασδήποτε σωματικής δραστηριότητας χωρίς δυσφορία. Τα συμπτώματα εμφανίζονται και στην ηρεμία.
Η Διάγνωση της Καρδιακής Ανεπάρκειας
Η διάγνωση ειδικά στα αρχικά στάδια αυτής ενδέχεται να είναι δύσκολη. Πάντως, η υποψία τίθεται από τους παράγοντες κινδύνου του ασθενούς (π.χ αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, ιστορικό στεφανιαίας νόσου, νεφρική ανεπάρκεια, κατάχρηση αλκοόλ κτλ), τα συμπτώματά του ή και τα σημεία που διαπιστώνει ο καρδιολόγος (π.χ οιδήματα, φυσήματα, ταχυκαρδία, ασκίτης κτλ) και το παθολογικό Ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Ο διαγνωστικός έλεγχος που προτείνεται είναι ο εξής:
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα: Ένα τελείως φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα καθιστά μάλλον απίθανη την διάγνωση
- Ακτινογραφία θώρακος
- Αιματολογικός και Βιοχημικός έλεγχος
- Έλεγχος πεπτιδίων στο αίμα BNP και NT-proBNP
- Υπερηχοκαρδιογράφημα: Είναι ζωτικής σημασίας για την εκτίμηση του μεγέθους των καρδιακών κοιλοτήτων, την ύπαρξη βλάβης των βαλβίδων- στένωση ή ανεπάρκεια- το πάχος των τοιχωμάτων και της συσταλτικότητας της δεξιάς και ειδικότερα της αριστερής κοιλίας με τον υπολογισμό του κλάσματος εξώθησης.
Σε ορισμένες καταστάσεις ο έλεγχος απαιτεί τη διενέργεια
- Στεφανιογραφίας και καρδιακού καθετηριασμού ή και βιοψίας του μυός της καρδιάς.
- Δοκιμασίας κοπώσεως με διάφορες τεχνικές.
- Μαγνητική τομογραφία καρδιάς (MRI).
Η Θεραπεία της Καρδιακής Ανεπάρκειας
Έχει ως κύριους στόχους
- την βελτίωση της πρόγνωσης των ασθενών με μείωση της θνητότητας όπως και της ανάγκης συχνών εισαγωγών στο Νοσοκομείο και
- την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και την βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Η θεραπεία είναι κυρίως φαρμακευτική με φάρμακα διουρητικά, αγγειοδιασταλτικά, αντιυπερτασικά, βραδυκαρδικά, νευροορμονικούς αναστολείς κτλ.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία φαρμάκων είναι τα νεότερα αντιδιαβητικά (Jardiance και Forxiga) που χρησιμοποιούνται τόσο στην καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξώθησης <40% όσο και στην καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης (>50%).
Σε επιλεγμένους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και μειωμένο κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας <30% που έχουν λάβει τις μέγιστες δόσεις φαρμάκων που είτε έχουν ιστορικό επικίνδυνων κοιλιακών αρρυθμιών είτε διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο για εμφάνιση αιφνίδιου θανάτου, συστήνεται η εμφύτευση συσκευών και συγκεκριμένα εμφυτεύσιμου απινιδωτή (ICD), αμφικοιλιακού βηματοδότη (CRT-P ή συνδυασμού τους (CRT-D). Η εμφύτευση απινιδωτή θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς τελικού σταδίου με προσδόκιμο χρόνο επιβίωσης κάτω από ένα έτος που δεν είναι υποψήφιοι για μεταμόσχευση καρδιάς ή μόνιμη συσκευή υποβοήθησης της καρδιακής λειτουργίας που διενεργείται σε Ειδικά Κέντρα όπως είναι το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο.